- ἐντροπάδην
- ἐντροπάδην· ἐναλλὰξ μεταβολῇ χειρῶν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εντροπάδην — ἐντροπάδην επίρρ. (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐναλλάξ, μεταβολῇ χειρῶν», με εναλλαγή τών χεριών, πότε με το ένα, πότε με το άλλο … Dictionary of Greek